Λουσία — Λουσίᾱ , Λουσίη fem nom/voc/acc dual Λουσίᾱ , Λουσίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σάντα Λούσια ή Σαιντ Λούσια — (Saint Lucia). Μικρό κράτος που υπάγεται στη Μεγ. Βρετανία από το 1967, γνωστό και με το εξελληνισμένο όνομα Αγία Λουκία. Αποτελείται από το ομώνυμο νησί, που βρίσκεται στο νοτιο κεντρικό τμήμα των Μικρών Αντιλλών (Προσήνεμοι Νήσοι) μεταξύ… … Dictionary of Greek
Λουσίας — Λουσίᾱς , Λουσίη fem acc pl Λουσίᾱς , Λουσίη fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λουσίαι — Λουσίᾱͅ , Λουσίη fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καιρολουσία — καιρολουσία, ἡ (Α) το λουτρό που γίνεται την ώρα που πρέπει. [ΕΤΥΜΟΛ. < καιρός + λουσία (< λουτος < λούω), πρβλ. α λουσία, ψυχρο λουσία] … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
ξηρολουσία — ξηρολουσία, ἡ (Α) λουτρό σε θερμή άμμο, αμμόλουτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + λουσία < λούω), πρβλ. θερμο λουσία] … Dictionary of Greek
ποδολουσία — η, Ν το ποδόλουτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόδι + λουσία (< λούση), πρβλ. ψυχρο λουσία. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Ν. Κωστή] … Dictionary of Greek
πολυλουσία — ἡ, Μ το πολύ συχνό λούσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + λουσία (< λούω), πρβλ. ψυχρο λουσία] … Dictionary of Greek
σκαφολουσία — ἡ, Α το λούσιμο σε σκάφη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκάφη + λουσία (< λούω), πρβλ. ξηρο λουσία] … Dictionary of Greek